- ημερωμός
- και μερωμός, ο [ημερώνω]1. εξημέρωση, καταπράυνση2. φρ. «δεν έχω (η)μερωμό»α) δεν μπορώ να ημερέψωβ) δεν μπορώ να ησυχάσω, να ηρεμήσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μερωμός — ο βλ. ημερωμός … Dictionary of Greek